αμοιβοειδής

αμοιβοειδής
ης, ες амёбообразный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αμοιβοειδής" в других словарях:

  • αμοιβοειδής — ές βλ. αμοιβαδοειδής …   Dictionary of Greek

  • αμοιβαδοειδής — και αμοιβοειδής, ές αυτός που αναφέρεται στις αμοιβάδες ή έχει τα γνωρίσματα τών αμοιβάδων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο όρος είναι ελληνογενής < αμοιβάδα + ειδής < είδος εκτός από τον όρο αμοιβαδοειδής, χρησιμοποιείται επίσης και ο όρος αμοιβοειδής.… …   Dictionary of Greek

  • αμοιβάδες — οι Ζωολ. μονοκύτταροι μικροοργανισμοί, που ανήκουν στα Ριζόποδα Πρωτόζωα, και συγκεκριμένα στις Γυμναμοιβάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λόγιας προελεύσεως όρο, που προήλθε < αρχ. ἀμοιβάς, άδος (< ἀμοιβὴ) «η εναλλασσόμενη, αυτή που χρησιμεύει… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»